- συμφοίτηση
- ητο να φοιτά κάποιος μαζί με άλλον σε ανώτατη σχολή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμφοίτηση — η / συμφοίτησις, ήσεως, ΝΑ [συμφοιτῶ] νεοελλ. ταυτόχρονη φοίτηση στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή αρχ. 1. η σύγχρονη φοίτηση στο ίδιο διδασκαλείο 2. το να συχνάζει κανείς στη σύγκλητο 3. (για ζώα) συνουσία … Dictionary of Greek